Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeumidificazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [deumidifikatˈtsjone] 1 σταφίδιασμα 2 αποστέγνωση 3 στέγνωση 4 στέγνωμα 5 ξήρανση 6 αποξήρανση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |