Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deutoplàsma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,dɛwtoˈplazma]

λέκιθος (που παρέχει τροφή για το αναπτυσσόμενο έμβρυο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deutone devalutazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deumidificazione (θηλ.ουσ)
deuteragonista (ουσ αρσ και θηλ.)
deuterio (ουσ αρσ )
deuteronomio (ουσ αρσ )
deutone (ουσ αρσ )
deutoplasma (ουσ αρσ )
devalutazione (θηλ.ουσ)
devastare (ρ. μτβ.)
devastato (επίθ.)
devastatore (ουσ αρσ )
devastatore (επίθ.)
devastazione (θηλ.ουσ)
deverbale (επίθ.)
deverbativo (επίθ.)
devetrificare (ρ. μτβ.)
devetrificazione (θηλ.ουσ)
deviamento (ουσ αρσ )
deviante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
devianza (θηλ.ουσ)
deviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---