Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deturpazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deturpatˈtsjone]

1 παραποίηση
2 στρέβλωση
3 αλλοίωση
4 ασχήμισμα
5 παραμόρφωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deturpatore deumidificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

detto (επίθ.)
detumescenza (θηλ.ουσ)
deturpamento (ουσ αρσ )
deturpare (ρ. μτβ.)
deturpatore (ουσ αρσ )
deturpazione (θηλ.ουσ)
deumidificare (ρ. μτβ.)
deumidificazione (θηλ.ουσ)
deuteragonista (ουσ αρσ και θηλ.)
deuterio (ουσ αρσ )
deuteronomio (ουσ αρσ )
deutone (ουσ αρσ )
deutoplasma (ουσ αρσ )
devalutazione (θηλ.ουσ)
devastare (ρ. μτβ.)
devastato (επίθ.)
devastatore (ουσ αρσ )
devastatore (επίθ.)
devastazione (θηλ.ουσ)
deverbale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---