Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdettàglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [detˈtaʎʎo] η λεπτομέρεια permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcommercio [αρσ.] al dettaglio = τα λιανικά || in dettaglio = λεπτομερώς || prezzo [αρσ.] al dettaglio = η λιανική τιμή || vendita [θηλ.] al dettaglio = η λιανική πώληση || vendita [θηλ.] al minuto = η λιανική πώληση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |