Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


detonatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [detonaˈtore]

1 εκπυρσοκροτητής
2 εμπύρευμα
3 καψούλι
4 πυροκροτητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  detonare detonazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

detestarsi (ρ.μ. (αντων.))
detestazione (θηλ.ουσ)
detonante (ουσ αρσ )
detonante (επίθ.)
detonare (ρ.αμτβ.)
detonatore (ουσ αρσ )
detonazione (θηλ.ουσ)
detrarre (ρ. μτβ.)
detratto (επίθ.)
detrattore (ουσ αρσ )
detrazione (θηλ.ουσ)
detrimento (ουσ αρσ )
detritico (επίθ.)
detrito (ουσ αρσ )
detronizzare (ρ. μτβ.)
detronizzazione (θηλ.ουσ)
dettagliante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dettagliare (ρ. μτβ.)
dettagliatamente (επίρ.)
dettagliato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---