Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdetonatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [detonaˈtore] 1 εκπυρσοκροτητής 2 εμπύρευμα 3 καψούλι 4 πυροκροτητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |