Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


determinazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [determinatˈtsjone]

1 προσδιορισμός
2 ορισμός
3 καθορισμός
4 επιμέτρηση
5 αποφασιστικότητα
6 θεληματικότητα
7 θέληση
8 υπολογισμός
9 αποτίμηση
10 απόφαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  determinatore determinismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

determinatezza (θηλ.ουσ)
determinativo (αρσ. επίθ και ουσ)
determinato (επίθ.)
determinatore (ουσ αρσ )
determinatore (επίθ.)
determinazione (θηλ.ουσ)
determinismo (ουσ αρσ )
determinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deterministico (επίθ.)
deterrente (ουσ αρσ )
deterrente (επίθ.)
detersione (θηλ.ουσ)
detersivo (ουσ αρσ )
detersivo (επίθ.)
detestabile (επίθ.)
detestare (ρ. μτβ.)
detestarsi (ρ.μ. (αντων.))
detestazione (θηλ.ουσ)
detonante (ουσ αρσ )
detonante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---