Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


determinatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [determinaˈtivo]

οριστικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  determinatezza determinato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


articolo [αρσ.] determinativo = το οριστικό άρθρο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

determinante (επίθ.)
determinare (ρ. μτβ.)
determinarsi (ρ.μ. (αντων.))
determinatamente (επίρ.)
determinatezza (θηλ.ουσ)
determinativo (αρσ. επίθ και ουσ)
determinato (επίθ.)
determinatore (ουσ αρσ )
determinatore (επίθ.)
determinazione (θηλ.ουσ)
determinismo (ουσ αρσ )
determinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deterministico (επίθ.)
deterrente (ουσ αρσ )
deterrente (επίθ.)
detersione (θηλ.ουσ)
detersivo (ουσ αρσ )
detersivo (επίθ.)
detestabile (επίθ.)
detestare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---