Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


determinànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [determiˈnante]

1 καθοριστικό κίνητρο
2 καθοριστικός παράγοντας

determinànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [determiˈnante]

1 συμπερασματικός
2 αποφασιστικός
3 καθοριστικός
4 προσδιοριστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  determinabile determinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deteriorarsi (ρ.μ. (αντων.))
deteriorato (επίθ.)
deteriorazione (θηλ.ουσ)
deteriore (επίθ.)
determinabile (επίθ.)
determinante (ουσ αρσ )
determinante (επίθ.)
determinare (ρ. μτβ.)
determinarsi (ρ.μ. (αντων.))
determinatamente (επίρ.)
determinatezza (θηλ.ουσ)
determinativo (αρσ. επίθ και ουσ)
determinato (επίθ.)
determinatore (ουσ αρσ )
determinatore (επίθ.)
determinazione (θηλ.ουσ)
determinismo (ουσ αρσ )
determinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
deterministico (επίθ.)
deterrente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---