ItalianoGreco


deterioraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deterjoraˈmento]

1 συνηθισμένη φθορά
2 λογική φθορά
3 πάλιωμα
4 χάλασμα
5 φθορά
6 χειροτέρευση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---