Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


detèrgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈtɛrʤere]

1 λαγαρίζω
2 παστρεύω
3 καθαρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  detergente deteriorabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

detentore (αρσ. επίθ και ουσ)
detenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
detenzione (θηλ.ουσ)
detergente (ουσ αρσ )
detergente (επίθ.)
detergere (ρ. μτβ.)
deteriorabile (επίθ.)
deterioramento (ουσ αρσ )
deteriorare (ρ. μτβ.)
deteriorarsi (ρ.μ. (αντων.))
deteriorato (επίθ.)
deteriorazione (θηλ.ουσ)
deteriore (επίθ.)
determinabile (επίθ.)
determinante (ουσ αρσ )
determinante (επίθ.)
determinare (ρ. μτβ.)
determinarsi (ρ.μ. (αντων.))
determinatamente (επίρ.)
determinatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---