Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdetentìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [detenˈtivo] 1 ο της κράτησης 2 ο της παρακράτησης 3 αυτός που κρατεί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |