Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdetassazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [detassatˈtsjone] 1 μείωση της φορολογίας 2 κατάργηση φορολογίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |