Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdesuetùdine
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [desueˈtudine] 1 αχρηστία θεσμού ή μόδας 2 αχρηστία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |