Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


destròsio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [desˈtrɔzjo]

γλυκόζη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  destrorso desueto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

destrocardia (θηλ.ουσ)
destrogiro (επίθ.)
destroide (ουσ αρσ και θηλ.)
destroide (επίθ.)
destrorso (αρσ. επίθ και ουσ)
destrosio (ουσ αρσ )
desueto (επίθ.)
desuetudine (θηλ.ουσ)
desumere (ρ. μτβ.)
desumibile (επίθ.)
desunto (επίθ.)
detassazione (θηλ.ουσ)
detective (ουσ αρσ )
detector (ουσ αρσ )
detenere (ρ. μτβ.)
detentivo (επίθ.)
detentore (αρσ. επίθ και ουσ)
detenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
detenzione (θηλ.ουσ)
detergente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---