Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdestrìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [desˈtrizmo] 1 ιδιότητα του δεξιόχειρα 2 τάσεις δεξιάς πτέρυγας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |