Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dèstra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛstra]

η δεξιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  destr destramente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


la mano [θηλ.] destra = το δεξί (χέρι) || un partito [αρσ.] di destra = ένα κόμμα της δεξιάς || voltare a destra = στρίβω δεξιά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

destituire (ρ. μτβ.)
destituito (επίθ.)
destituzione (θηλ.ουσ)
desto (επίθ.)
destr (επιφ.)
destra (θηλ.ουσ)
destramente (επίρ.)
destreggiamento (ουσ αρσ )
destreggiare (ρ.αμτβ.)
destreggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
destrezza (θηλ.ουσ)
destriere (ουσ αρσ )
destriero (ουσ αρσ )
destrina (θηλ.ουσ)
destrismo (ουσ αρσ )
destro (ουσ αρσ )
destro (επίθ.)
destrocardia (θηλ.ουσ)
destrogiro (επίθ.)
destroide (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---