Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdésto, dèsto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈdesto], [ˈdɛsto] 1 ξύπνιος 2 έτοιμος για δράση 3 ξυπνητός 4 άυπνος 5 άγρυπνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |