Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


destreggiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [destredʤaˈmento]

1 χρήση πόρων για επιτυχία στόχου
2 ικανότητα διοίκησης
3 μανουβράρισμα
4 διαχείριση
5 διεύθυνση
6 διοίκηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  destramente destreggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

destituzione (θηλ.ουσ)
desto (επίθ.)
destr (επιφ.)
destra (θηλ.ουσ)
destramente (επίρ.)
destreggiamento (ουσ αρσ )
destreggiare (ρ.αμτβ.)
destreggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
destrezza (θηλ.ουσ)
destriere (ουσ αρσ )
destriero (ουσ αρσ )
destrina (θηλ.ουσ)
destrismo (ουσ αρσ )
destro (ουσ αρσ )
destro (επίθ.)
destrocardia (θηλ.ουσ)
destrogiro (επίθ.)
destroide (ουσ αρσ και θηλ.)
destroide (επίθ.)
destrorso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---