Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


destituzióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [destitutˈtsjone]

1 απομάκρυνση
2 καθαίρεση
3 υποβιβασμός
4 αποπομπή
5 απόλυση
6 σχόλασμα
7 παύση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  destituito desto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

destinato (αρσ. επίθ και ουσ)
destinazione (θηλ.ουσ)
destino (ουσ αρσ )
destituire (ρ. μτβ.)
destituito (επίθ.)
destituzione (θηλ.ουσ)
desto (επίθ.)
destr (επιφ.)
destra (θηλ.ουσ)
destramente (επίρ.)
destreggiamento (ουσ αρσ )
destreggiare (ρ.αμτβ.)
destreggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
destrezza (θηλ.ουσ)
destriere (ουσ αρσ )
destriero (ουσ αρσ )
destrina (θηλ.ουσ)
destrismo (ουσ αρσ )
destro (ουσ αρσ )
destro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---