Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


desolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dezoˈlare]

1 εξαθλιώνω
2 καταστρέφω
3 αφανίζω
4 στενοχωρώ
5 θλίβω
6 λυπώ
7 κουρσεύω
8 δηώ
9 ερημώνω
10 εγκαταλείπω
11 φέρνω σε απόγνωση
12 λεηλατώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  desolante desolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

desistenza (θηλ.ουσ)
desistere (ρ.αμτβ.)
desocializzare (ρ. μτβ.)
desolamento (ουσ αρσ )
desolante (επίθ.)
desolare (ρ. μτβ.)
desolato (επίθ.)
desolazione (θηλ.ουσ)
desolforare (ρ. μτβ.)
desolforazione (θηλ.ουσ)
desossiribonucleico (επίθ.)
despota (ουσ αρσ )
desquamativo (επίθ.)
desquamazione (θηλ.ουσ)
dessert (ουσ αρσ )
desso (δεικτ. αντων.)
destalinizzare (ρ. μτβ.)
destalinizzazione (θηλ.ουσ)
destare (ρ. μτβ.)
destarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---