Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdesìstere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [deˈsistere] 1 παραιτούμαι (από προσπάθεια) 2 διακόπτω 3 απέχω 4 συγκρατούμαι 5 σταματώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |