Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


desistènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [desisˈtɛntsa]

1 παραίτηση από προσπάθεια
2 διακοπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  desioso desistere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

desinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
desinenza (θηλ.ουσ)
desinenziale (επίθ.)
desio (ουσ αρσ )
desioso (επίθ.)
desistenza (θηλ.ουσ)
desistere (ρ.αμτβ.)
desocializzare (ρ. μτβ.)
desolamento (ουσ αρσ )
desolante (επίθ.)
desolare (ρ. μτβ.)
desolato (επίθ.)
desolazione (θηλ.ουσ)
desolforare (ρ. μτβ.)
desolforazione (θηλ.ουσ)
desossiribonucleico (επίθ.)
despota (ουσ αρσ )
desquamativo (επίθ.)
desquamazione (θηλ.ουσ)
dessert (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---