Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


desinàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deziˈnare]

1 γεύμα
2 δείπνο

desinàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [deziˈnare]

1 τρώγω
2 δειπνίζω
3 δειπνώ
4 γευματίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  designazione desinenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

desideroso (επίθ.)
designabile (επίθ.)
designare (ρ. μτβ.)
designato (αρσ. επίθ και ουσ)
designazione (θηλ.ουσ)
desinare (ουσ αρσ )
desinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
desinenza (θηλ.ουσ)
desinenziale (επίθ.)
desio (ουσ αρσ )
desioso (επίθ.)
desistenza (θηλ.ουσ)
desistere (ρ.αμτβ.)
desocializzare (ρ. μτβ.)
desolamento (ουσ αρσ )
desolante (επίθ.)
desolare (ρ. μτβ.)
desolato (επίθ.)
desolazione (θηλ.ουσ)
desolforare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---