Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόderràta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [derˈrata] 1 πραμάτεια 2 πράγμα 3 προὶόν 4 εμπόρευμα 5 οικονομικό αγαθό 6 αγαθό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |