Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


derogàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [deroˈgare]

1 διαγράφω
2 ματαιώνω
3 ανακαλώ
4 καταργώ
5 καταπατώ (δικαιώματα)
6 αθετώ
7 παραβαίνω
8 παραβιάζω
9 ακυρώνω
10 αναχωρώ
11 φεύγω
12 προσβάλλω
13 αποσύρομαι
14 εναντιώνομαι
15 αποτυγχάνω να συμμορφωθώ
16 αντικρούω
17 αντενεργώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  derogabile derogativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dermosifilopatia (θηλ.ουσ)
dermosifilopatico (επίθ.)
dermotteri (ουσ αρσ πληθ.)
deroga (θηλ.ουσ)
derogabile (επίθ.)
derogare (ρ.αμτβ.)
derogativo (επίθ.)
derogatoria (θηλ.ουσ)
derogatorio (επίθ.)
derogazione (θηλ.ουσ)
derrata (θηλ.ουσ)
derrick (ουσ αρσ )
derubare (ρ. μτβ.)
derubato (αρσ. επίθ και ουσ)
deruralizzazione (θηλ.ουσ)
derviscio (αρσ. επίθ και ουσ)
desacralizzare (ρ. μτβ.)
desacralizzazione (θηλ.ουσ)
desalare (ρ. μτβ.)
desalatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---