Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dermòtteri  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [derˈmɔtteri]

δερμόπτερα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dermosifilopatico deroga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dermografismo (ουσ αρσ )
dermopatia (θηλ.ουσ)
dermopatico (επίθ.)
dermosifilopatia (θηλ.ουσ)
dermosifilopatico (επίθ.)
dermotteri (ουσ αρσ πληθ.)
deroga (θηλ.ουσ)
derogabile (επίθ.)
derogare (ρ.αμτβ.)
derogativo (επίθ.)
derogatoria (θηλ.ουσ)
derogatorio (επίθ.)
derogazione (θηλ.ουσ)
derrata (θηλ.ουσ)
derrick (ουσ αρσ )
derubare (ρ. μτβ.)
derubato (αρσ. επίθ και ουσ)
deruralizzazione (θηλ.ουσ)
derviscio (αρσ. επίθ και ουσ)
desacralizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---