Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdèrrick
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈdɛrrik] 1 βίντσι 2 γερανός δομικών κατασκευών 3 βαρούλκο 4 ανυψωτήρας βαρών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |