Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


derubàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [deruˈbato]

θύμα κλοπής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  derubare deruralizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

derogatorio (επίθ.)
derogazione (θηλ.ουσ)
derrata (θηλ.ουσ)
derrick (ουσ αρσ )
derubare (ρ. μτβ.)
derubato (αρσ. επίθ και ουσ)
deruralizzazione (θηλ.ουσ)
derviscio (αρσ. επίθ και ουσ)
desacralizzare (ρ. μτβ.)
desacralizzazione (θηλ.ουσ)
desalare (ρ. μτβ.)
desalatore (ουσ αρσ )
desalazione (θηλ.ουσ)
desalinizzazione (θηλ.ουσ)
deschetto (ουσ αρσ )
desco (ουσ αρσ )
descolarizzare (ρ. μτβ.)
descrittivo (επίθ.)
descrittore (αρσ. επίθ και ουσ)
descrivere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---