Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόderivòmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [deriˈvɔmetro] 1 μετρητής παρέκκλισης 2 ένδειξη γωνίας παρεκτροπής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |