Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόderivàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [deriˈvato] 1 περιστροφή περί άξονα 2 παράγωγος (μαθηματικά) 3 παράγωγη λέξη 4 σπινάρισμα 5 παραπροὶόν 6 δευτερεύον προὶόν επιχείρησης 7 στροβιλισμός derivàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [deriˈvato] 1 αποκλίνων 2 που έχει αντίσταση διαρροών (ηλεκτρισμός) 3 εκτραπείς 4 παραγόμενος 5 εκτρεπόμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |