Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόderivatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [derivaˈtore] 1 αγωγός εκτροπής νερού 2 αντίσταση διαρροής 3 υδατοφράκτης 4 θυρίδα ρύθμισης ροής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |