Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


derivatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [derivaˈtivo]

παράγωγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  derivata derivato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

derisorio (επίθ.)
deriva (θηλ.ουσ)
derivabile (επίθ.)
derivare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
derivata (θηλ.ουσ)
derivativo (αρσ. επίθ και ουσ)
derivato (ουσ αρσ )
derivato (επίθ.)
derivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
derivazione (θηλ.ουσ)
derivometro (ουσ αρσ )
derma (ουσ αρσ )
dermascheletro (ουσ αρσ )
dermatite (θηλ.ουσ)
dermatologia (θηλ.ουσ)
dermatologico (επίθ.)
dermatologo (ουσ αρσ )
dermatosi (θηλ.ουσ)
dermatozoo (ουσ αρσ )
dermeste (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---