Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


derisòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deriˈzɔrjo]

1 εμπαικτικός
2 μυκτηριστικός
3 εξονειδιστικός
4 σατιρικός
5 κοροὶδευτικός
6 περιγελαστικός
7 χλευαστικός
8 ονειδιστικός
9 σαρκαστικός
10 σκωπτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  derisore deriva  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

derelizione (θηλ.ουσ)
deretano (αρσ. επίθ και ουσ)
deridere (ρ. μτβ.)
derisione (θηλ.ουσ)
derisore (αρσ. επίθ και ουσ)
derisorio (επίθ.)
deriva (θηλ.ουσ)
derivabile (επίθ.)
derivare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
derivata (θηλ.ουσ)
derivativo (αρσ. επίθ και ουσ)
derivato (ουσ αρσ )
derivato (επίθ.)
derivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
derivazione (θηλ.ουσ)
derivometro (ουσ αρσ )
derma (ουσ αρσ )
dermascheletro (ουσ αρσ )
dermatite (θηλ.ουσ)
dermatologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---