Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόderelizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [derelitˈtsjone] 1 ξαστόχημα 2 παράλειψη 3 εγκατάλειψη 4 ερείπωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |