Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


derisióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deriˈzjone]

1 περίπαιγμα
2 σαρκασμός
3 αναγέλασμα
4 σκώμμα
5 διαπόμπευση
6 ρεζίλεμα
7 ειρωνεία
8 γελοιοποίηση
9 χλεύη
10 περίγελος
11 διακωμώδηση
12 χλευασμός
13 κοροὶδία
14 εμπαιγμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deridere derisore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

derelitto (ουσ αρσ )
derelitto (επίθ.)
derelizione (θηλ.ουσ)
deretano (αρσ. επίθ και ουσ)
deridere (ρ. μτβ.)
derisione (θηλ.ουσ)
derisore (αρσ. επίθ και ουσ)
derisorio (επίθ.)
deriva (θηλ.ουσ)
derivabile (επίθ.)
derivare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
derivata (θηλ.ουσ)
derivativo (αρσ. επίθ και ουσ)
derivato (ουσ αρσ )
derivato (επίθ.)
derivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
derivazione (θηλ.ουσ)
derivometro (ουσ αρσ )
derma (ουσ αρσ )
dermascheletro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---