Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόderetàno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [dereˈtano] 1 πισινός 2 κώλος 3 κωλομέρια 4 οπίσθια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |