Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dermaschèletro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,dɛrmasˈkɛletro]

1 εξωτερικός σκελετός
2 εξωτερικός σκελετός (όπως το κέλυφος στρειδιού ή επιδερμίδα αστακού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  derma dermatite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

derivato (επίθ.)
derivatore (αρσ. επίθ και ουσ)
derivazione (θηλ.ουσ)
derivometro (ουσ αρσ )
derma (ουσ αρσ )
dermascheletro (ουσ αρσ )
dermatite (θηλ.ουσ)
dermatologia (θηλ.ουσ)
dermatologico (επίθ.)
dermatologo (ουσ αρσ )
dermatosi (θηλ.ουσ)
dermatozoo (ουσ αρσ )
dermeste (ουσ αρσ )
dermico (επίθ.)
dermografia (θηλ.ουσ)
dermografismo (ουσ αρσ )
dermopatia (θηλ.ουσ)
dermopatico (επίθ.)
dermosifilopatia (θηλ.ουσ)
dermosifilopatico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---