Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdequalificazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dekwalifikatˈtsjone] 1 κρίση ακαταλληλότητας 2 στέρηση δικαιώματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |