Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deprezzaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deprettsaˈmento]

1 απόσβεση (λογιστική)
2 υποτίμηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  depressurizzazione deprezzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

depresso (αρσ. επίθ και ουσ)
depressore (ουσ αρσ )
depressore (επίθ.)
depressurizzare (ρ. μτβ.)
depressurizzazione (θηλ.ουσ)
deprezzamento (ουσ αρσ )
deprezzare (ρ. μτβ.)
deprimente (επίθ.)
deprimere (ρ. μτβ.)
deprimersi (ρ.μ. (αντων.))
deprivato (επίθ.)
deprivazione (θηλ.ουσ)
deproteinizzazione (θηλ.ουσ)
depuramento (ουσ αρσ )
depurare (ρ. μτβ.)
depurarsi (ρ.μ. (αντων.))
depurativo (ουσ αρσ )
depurativo (επίθ.)
depuratore (ουσ αρσ )
depuratore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---