Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdepressóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [depresˈsore] 1 κατασταλτικό νεύρο 2 αντιδραστήριο μεταβολισμού 3 καθελκτήρας μυς 4 αντλία κενού depressóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [depresˈsore] 1 καθελκτήριος 2 κατασταλτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |