Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


depredazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [depredatˈtsjone]

1 διαγούμισμα
2 κούρσεμα
3 λαφυραγωγία
4 αρπαγή
5 λεηλασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  depredatore depressionario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deprecatorio (επίθ.)
deprecazione (θηλ.ουσ)
depredare (ρ. μτβ.)
depredatore (ουσ αρσ )
depredatore (επίθ.)
depredazione (θηλ.ουσ)
depressionario (επίθ.)
depressione (θηλ.ουσ)
depressivo (επίθ.)
depresso (αρσ. επίθ και ουσ)
depressore (ουσ αρσ )
depressore (επίθ.)
depressurizzare (ρ. μτβ.)
depressurizzazione (θηλ.ουσ)
deprezzamento (ουσ αρσ )
deprezzare (ρ. μτβ.)
deprimente (επίθ.)
deprimere (ρ. μτβ.)
deprimersi (ρ.μ. (αντων.))
deprivato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---