Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdepredazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [depredatˈtsjone] 1 διαγούμισμα 2 κούρσεμα 3 λαφυραγωγία 4 αρπαγή 5 λεηλασία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |