ItalianoGreco


depredatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [depredaˈtore]

1 διαγουμιστής
2 κουρσευτής
3 πειρατής
4 άρπαγας
5 ληστής
6 πλιατσικολόγος
7 λαφυραγωγός
8 κουρσάρος

depredatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [depredaˈtore]

1 πειρατικός
2 λεηλατών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---