Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deprecatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deprekaˈtivo]

1 ικετευτικός
2 παρακλητικός
3 εξορκιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deprecare deprecatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

depravare (ρ. μτβ.)
depravato (αρσ. επίθ και ουσ)
depravazione (θηλ.ουσ)
deprecabile (επίθ.)
deprecare (ρ. μτβ.)
deprecativo (επίθ.)
deprecatorio (επίθ.)
deprecazione (θηλ.ουσ)
depredare (ρ. μτβ.)
depredatore (ουσ αρσ )
depredatore (επίθ.)
depredazione (θηλ.ουσ)
depressionario (επίθ.)
depressione (θηλ.ουσ)
depressivo (επίθ.)
depresso (αρσ. επίθ και ουσ)
depressore (ουσ αρσ )
depressore (επίθ.)
depressurizzare (ρ. μτβ.)
depressurizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---