Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


depravàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [depraˈvare]

1 εκφαυλίζω
2 οργιάζω
3 αποπλανώ
4 κηλιδώνω
5 εκμαυλίζω
6 διαφθείρω
7 εξαχρειώνω
8 διαστρεβλώνω
9 ασωτεύω
10 διαστρέφω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deposizione depravato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

depositare (ρ. μτβ.)
depositario (αρσ. επίθ και ουσ)
depositato (επίθ.)
deposito (ουσ αρσ )
deposizione (θηλ.ουσ)
depravare (ρ. μτβ.)
depravato (αρσ. επίθ και ουσ)
depravazione (θηλ.ουσ)
deprecabile (επίθ.)
deprecare (ρ. μτβ.)
deprecativo (επίθ.)
deprecatorio (επίθ.)
deprecazione (θηλ.ουσ)
depredare (ρ. μτβ.)
depredatore (ουσ αρσ )
depredatore (επίθ.)
depredazione (θηλ.ουσ)
depressionario (επίθ.)
depressione (θηλ.ουσ)
depressivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---