Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


depositàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [depoziˈtato]

1 καταχωρημένος
2 εγγεγραμμένος
3 κατατεθειμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  depositario deposito  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


marchio [αρσ.] depositato = σήμα κατατεθέν


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deporto (ουσ αρσ )
depositante (ουσ αρσ και θηλ.)
depositante (επίθ.)
depositare (ρ. μτβ.)
depositario (αρσ. επίθ και ουσ)
depositato (επίθ.)
deposito (ουσ αρσ )
deposizione (θηλ.ουσ)
depravare (ρ. μτβ.)
depravato (αρσ. επίθ και ουσ)
depravazione (θηλ.ουσ)
deprecabile (επίθ.)
deprecare (ρ. μτβ.)
deprecativo (επίθ.)
deprecatorio (επίθ.)
deprecazione (θηλ.ουσ)
depredare (ρ. μτβ.)
depredatore (ουσ αρσ )
depredatore (επίθ.)
depredazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---