Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


depòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈpɔrto]

αγορά χρεογράφων με μετρητά με προοπτική την εκ νέου αγορά σε προκαθορισμένη χαμηλότερη τιμή από την τότε τρέχουσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deportazione depositante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

deporre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deportare (ρ. μτβ.)
deportato (ουσ αρσ )
deportato (επίθ.)
deportazione (θηλ.ουσ)
deporto (ουσ αρσ )
depositante (ουσ αρσ και θηλ.)
depositante (επίθ.)
depositare (ρ. μτβ.)
depositario (αρσ. επίθ και ουσ)
depositato (επίθ.)
deposito (ουσ αρσ )
deposizione (θηλ.ουσ)
depravare (ρ. μτβ.)
depravato (αρσ. επίθ και ουσ)
depravazione (θηλ.ουσ)
deprecabile (επίθ.)
deprecare (ρ. μτβ.)
deprecativo (επίθ.)
deprecatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---