ItalianoGreco


depòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈpɔrto]

αγορά χρεογράφων με μετρητά με προοπτική την εκ νέου αγορά σε προκαθορισμένη χαμηλότερη τιμή από την τότε τρέχουσα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---