Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


depórre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [deˈporre]

1 καθιζάνω
2 παρακαταθέτω
3 καταθέτω ως μάρτυρας
4 φράζω με λάσπη ποταμού
5 παραδίνομαι
6 εγκαταλείπω
7 φράζω με εναπόθεση λάσπης
8 βεβαιώνω ενόρκως
9 εναποθέτω
10 καταθέτω
11 αποθέτω
12 ακουμπώ
13 απολύω κάποιον από αξίωμα
14 βγάζω
15 απιθώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deponente deportare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

depoliticizzare (ρ. μτβ.)
depolveramento (ουσ αρσ )
depolverare (ρ. μτβ.)
deponente (ουσ αρσ )
deponente (επίθ.)
deporre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deportare (ρ. μτβ.)
deportato (ουσ αρσ )
deportato (επίθ.)
deportazione (θηλ.ουσ)
deporto (ουσ αρσ )
depositante (ουσ αρσ και θηλ.)
depositante (επίθ.)
depositare (ρ. μτβ.)
depositario (αρσ. επίθ και ουσ)
depositato (επίθ.)
deposito (ουσ αρσ )
deposizione (θηλ.ουσ)
depravare (ρ. μτβ.)
depravato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---