Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deponènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [depoˈnɛnte]

1 συνδρομή
2 αποθετικό ρήμα

deponènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [depoˈnɛnte]

αποθετικός (για ρήμα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  depolverare deporre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

depolimerizzare (ρ. μτβ.)
depolimerizzazione (θηλ.ουσ)
depoliticizzare (ρ. μτβ.)
depolveramento (ουσ αρσ )
depolverare (ρ. μτβ.)
deponente (ουσ αρσ )
deponente (επίθ.)
deporre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deportare (ρ. μτβ.)
deportato (ουσ αρσ )
deportato (επίθ.)
deportazione (θηλ.ουσ)
deporto (ουσ αρσ )
depositante (ουσ αρσ και θηλ.)
depositante (επίθ.)
depositare (ρ. μτβ.)
depositario (αρσ. επίθ και ουσ)
depositato (επίθ.)
deposito (ουσ αρσ )
deposizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---