Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeponènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [depoˈnɛnte] 1 συνδρομή 2 αποθετικό ρήμα deponènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [depoˈnɛnte] αποθετικός (για ρήμα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |