Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


deportàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deporˈtato]

εκτοπισμένος κατάδικος

deportàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deporˈtato]

1 εξόριστος
2 εκτοπισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  deportare deportazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

depolverare (ρ. μτβ.)
deponente (ουσ αρσ )
deponente (επίθ.)
deporre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
deportare (ρ. μτβ.)
deportato (ουσ αρσ )
deportato (επίθ.)
deportazione (θηλ.ουσ)
deporto (ουσ αρσ )
depositante (ουσ αρσ και θηλ.)
depositante (επίθ.)
depositare (ρ. μτβ.)
depositario (αρσ. επίθ και ουσ)
depositato (επίθ.)
deposito (ουσ αρσ )
deposizione (θηλ.ουσ)
depravare (ρ. μτβ.)
depravato (αρσ. επίθ και ουσ)
depravazione (θηλ.ουσ)
deprecabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---