Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdeportàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [deporˈtato] εκτοπισμένος κατάδικος deportàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [deporˈtato] 1 εξόριστος 2 εκτοπισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |