Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdepòsito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [deˈpɔzito] 1 (di denaro) η παρακαταθήκη 2 (magazzino) η αποθήκη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdeposito [αρσ.] bagagli = η φύλαξη αποσκευών Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |