Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


depòsito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈpɔzito]

1 (di denaro) η παρακαταθήκη
2 (magazzino) η αποθήκη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  depositato deposizione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


deposito [αρσ.] bagagli = η φύλαξη αποσκευών


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

depositante (ουσ αρσ και θηλ.)
depositante (επίθ.)
depositare (ρ. μτβ.)
depositario (αρσ. επίθ και ουσ)
depositato (επίθ.)
deposito (ουσ αρσ )
deposizione (θηλ.ουσ)
depravare (ρ. μτβ.)
depravato (αρσ. επίθ και ουσ)
depravazione (θηλ.ουσ)
deprecabile (επίθ.)
deprecare (ρ. μτβ.)
deprecativo (επίθ.)
deprecatorio (επίθ.)
deprecazione (θηλ.ουσ)
depredare (ρ. μτβ.)
depredatore (ουσ αρσ )
depredatore (επίθ.)
depredazione (θηλ.ουσ)
depressionario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---